- πέμπελος
- -η, -ο / πέμπελος, -ον, ΜΑγηραλέος, υπέργηροςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «πέμπελονστωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν» οφείλεται σε παρετυμολογία].
Dictionary of Greek. 2013.